Είναι τραγικό, στην Κύπρο του 21ου αιώνα, να
εξακολουθούμε να θρηνούμε θύματα από ηλεκτροπληξία. Συνάνθρωποί μας, να χάνουν τη ζωή τους, στο
σπίτι ή την εργασία τους, ενώ υπάρχει και η τεχνογνωσία, αλλά και η δυνατότητα
κάτι τέτοιο να αποφεύγεται.
Γράφονται και ακούγονται πολλά για την περίφημη πιστοποίηση «CE» (Conformité
Européenne) που πρέπει να φέρουν οι συσκευές μας. Καλώς ή κακώς όμως, ο καταναλωτής έχει
πλέον τη δυνατότητα να προμηθεύεται ηλεκτρικές συσκευές απ’ ευθείας από χώρες
πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν έχουν καμιά υποχρέωση να φέρουν αυτό το
λογότυπο, χωρίς να σημαίνει ότι είναι υποδεέστερες. Ούτε βέβαια εξ ορισμού, όποια συσκευή είναι
πιστοποιημένη, είναι και ασφαλής. Πολύ
εύκολα, εξοπλισμός που πληροί όλες τις προϋποθέσεις ασφαλείας, μπορεί κάλλιστα
να υποστεί κάποιο κτύπημα ή μια ζημιά, που να τον καταστήσει θανατηφόρο! Συνεπώς, οφείλουμε
να εστιαστούμε στην εγκατάστασή μας πρώτιστα και μετά στις συσκευές που
χρησιμοποιούμε.
Δυστυχώς, κυκλοφορούν μια σειρά από μύθοι γύρω από τους
τρόπους προστασίας από την ηλεκτροπληξία, με αποτέλεσμα είτε να μην παίρνουμε
καθόλου μέτρα προστασίας της ανθρώπινης ζωής, είτε να λαμβάνουμε ανεπαρκή
ημίμετρα, νομιζόμενοι ότι είμαστε καλυμμένοι.
Ένας πρώτος μεγάλος μύθος, είναι ότι αν κάπου στην γραμμή –
είτε στον πίνακα, είτε στο ρευματοδότη του τοίχου, είτε στον ρευματολήπτη της
συσκευής – παρεμβάλλεται ασφάλεια, δεν κινδυνεύουμε από ηλεκτροπληξία. Πρόκειται για επικίνδυνη πλάνη. Η ασφάλεια είναι κατασκευασμένη για να
προστατεύει τη γραμμή και μόνο. Είναι
μια πρόνοια, ώστε αν για οποιοδήποτε λόγο παρουσιαστεί υπερένταση – δηλαδή
περάσει περισσότερο ρεύμα απ’ όσο αντέχει το καλώδιό μας – αυτή να καεί (ή να
«πέσει» αν μιλούμε για ασφάλεια τύπου μικροαυτόματου «mcb») και να μην αναφλεγεί το καλώδιο.
Σε καμιά απολύτως περίπτωση, μια ασφάλεια γραμμής δεν προστατεύει
τον χρήστη της συσκευής από ηλεκτροπληξία.
Η ηλεκτροπληξία – αποτέλεσμα της διαρροής ρεύματος από το εσωτερικό μιας
συσκευής προς το εξωτερικό της – κτυπά ακαριαία και δεν αναμένει την ασφάλεια
να καεί. Η τελευταία, στην βέλτιστη
περίπτωση, θα δράσει αρκετές δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιοστά του
δευτερολέπτου (miliseconds)
αργότερα, όταν για το θύμα θα είναι πλέον αργά.
Και δεν θα ενεργήσει εξ αιτίας της διαρροής, αλλά της υπερέντασης
ρεύματος από το δίκτυο προς την γη ή τον ουδέτερο, δια μέσω του θύματος-χρήστη της συσκευής!
Η προστασία του χρήστη, είναι εφικτή με τη γείωση. Δυστυχώς όμως, και εδώ κυκλοφορούν αρκετά
μυθεύματα. Πρώτο και καλύτερο, η
πρακτική που χρησιμοποιούμε στην πατρίδα μας, να παίρνουμε τους διπολικούς
ρευματολήπτες (μπρίζες) και να τους μετατρέπουμε σε τριπολικούς, νομιζόμενοι
ότι έτσι εξασφαλίσαμε τη γείωση της συσκευής.
Αν όμως τα καλώδια που φτάνουν στη συσκευή είναι μόνο δύο, τότε δεν
έχουμε κάνει τίποτα, πέραν του να ευκολύνουμε απλά τον τρόπο που βάζουμε τη συσκευή στον ρευματοδότη του τοίχου. Η συσκευή δεν έχει γειωθεί!
Ακόμα όμως και στην περίπτωση που η συσκευή είναι όντως
γειωμένη – ουσιαστικά ένα καλώδιο από τα μεταλλικά μέρη της φτάνει στη γείωση
του ρευματολήπτη – αυτό δεν μας εξασφαλίζει σε καμιά περίπτωση. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτα απ’ όλα, το είδος της γείωσης που
χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις μας.
Η λεγόμενη γείωση τριγώνου, η οποία «πάσχει» και τα τελευταία χρόνια
έχει αντικατασταθεί από τη θεμελιακή γείωση.
Και σε αυτή την περίπτωση όμως, υπάρχουν προβλήματα. Ανεξαρτήτως του είδους της γείωσης, κανένας
δεν μας εγγυάται ότι κάποια εργασία συντήρησης στο υποστατικό μας ή και η ίδια
η παλαιότητα της εγκατάστασης δεν έχουν αποκόψει το καλώδιο γείωσης σε κάποιο
σημείο. Η ξηρασία, ειδικά κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες, είναι ένας άλλος, σοβαρός παράγοντας, που συντείνει ώστε η
αντίσταση της γείωσης – η οποία θεωρητικά πρέπει να τείνει στο μηδέν – να λάβει
τεράστιες τιμές και να καταστεί άχρηστη.
Η σκουριά που μαζεύεται στις συνδέσεις, είναι κι αυτή ένας επιβαρυντικός
παράγοντας για την αποτελεσματικότητα της γείωσης. Κοντά σ’ αυτά, παλιές εγκαταστάσεις, ειδικά
στην ύπαιθρο, έχουν τη γείωση συνδεδεμένη στο δίκτυο της υδατοπρομήθειας, σε
σωλήνες θερμαντικών σωμάτων (καλοριφέρ)
ή σε άλλους ευφάνταστους, μα αναποτελεσματικούς και συνάμα επικίνδυνους
τόπους.
Φυσικά, δεν είναι όλα μαύρα.
Υπάρχουν ευτυχώς τρόποι να εξοπλίσουμε την εγκατάστασή μας με όλες τις
δικλείδες ασφαλείας, ώστε να ζούμε αρμονικά με τις ηλεκτρικές συσκευές που μας
εξυπηρετούν και δεν μας σκοτώνουν. Είναι
οι ηλεκτρονόμοι (ρελέ) διαφυγής τάσης και έντασης (RCD: RCCD, RCΒO
κλπ) που αποτελούν τον καλύτερο τρόπο ηλεκτροπροστασίας.
Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, τα ρελέ αυτά, που τοποθετούνται
στον πίνακα ασφαλειοαποζευκτών της εγκατάστασης, «μετρούν» το ρεύμα που περνά
από τη φάση και το ρεύμα που επιστρέφει στον ουδέτερο. Αν υπάρχει απόκλιση – δηλαδή σε κάποιο σημείο
ρεύμα από τη φάση διαρρέει είτε προς τη γείωση, είτε αλλού και δεν επιστρέφει
στον ουδέτερο – το ρελέ «πέφτει» και ανοίγει το κύκλωμα. Είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που επιτελεί
και το «αυτόματο» δίπλα στον μετρητή μας, μόνο που ο χρόνος απόκρισης αυτών των
ηλεκτρονόμων είναι κατά πολύ βραχύτερος (της τάξης των 30 χιλιοστών του
δευτερολέπτου) και για πολύ μικρότερα ρεύματα. Έχουν, με άλλα λόγια, αυξημένη ευαισθησία στη διαρροή.
Ενώ έχουμε επιδείξει μεγάλη σπουδή στην αντικατάσταση της
αναλογικής τηλεόρασης από τη ψηφιακή, στην αναβάθμιση του κινητού μας τηλεφώνου
σε τρίτης γενεάς, στον εκσυγχρονισμό του αυτοκινήτου μας σε αμόλυβδο ή και
υβριδικό, δεν λάβαμε μέτρα για την ηλεκτρική εγκατάσταση του σπιτιού μας. Πρώτιστος στόχος θα έπρεπε να είναι η
προστασία της ανθρώπινης ζωής και μετά η πιο άνετη και πολυτελής διαβίωση.
Στο σπίτι, έχουμε ένα εν δυνάμει δολοφόνο, τον οποίο
μπορούμε να «αφοπλίσουμε» με μια απλή κλήση στον ηλεκτρολόγο και όχι το ξόδεμα,
αλλά την επένδυση ενός πραγματικά ελάχιστου χρηματικού ποσού. Μια επένδυση, στην ανθρώπινη ζωή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου